πανελεύθερος

πανελεύθερος
παν-ελεύθερος, ganz frei

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανελεύθερος — entirely free masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανελεύθερος — ον, Α τελείως ελεύθερος, ελεύθερος από κάθε άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐλεύθερος] …   Dictionary of Greek

  • πανελεύθερον — πανελεύθερος entirely free masc/fem acc sg πανελεύθερος entirely free neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανελευθερία — ἡ, Α [πανελεύθερος] πλήρης ελευθερία, ελευθερία σε όλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”